- έγκλητος
- ἔγκλητος, -ον (AM)εκείνος εναντίον τού οποίου έχει υποβληθεί μήνυσημσν.το θηλ. ως ουσ. ἡ ἔγκλητος1. έφεση2. καταγγελία3. κατηγορία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔγκλητος — liable to a charge masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλήτως — ἔγκλητος liable to a charge adverbial ἔγκλητος liable to a charge masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκλητον — ἔγκλητος liable to a charge masc/fem acc sg ἔγκλητος liable to a charge neut nom/voc/acc sg ἐγκλάω thwart pres imperat act 2nd dual ἐγκλάω thwart pres ind act 3rd dual ἐγκλάω thwart pres ind act 2nd dual ἐγκλάω thwart imperf ind act 2nd dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκλητα — ἔγκλητος liable to a charge neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκλητοι — ἔγκλητος liable to a charge masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανέγκλητος — ον, Α (για τον Άρειο) αυτός που όλοι τόν κατηγορούν, που από όλους δέχεται κατηγορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + έγκλητος (< ἐγκαλῶ «απαιτώ δικαστικώς, μηνύω»), πρβλ. αν έγκλητος] … Dictionary of Greek